- σεβάσμιος
- -α, -ο / σεβάσμιος, -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α [σεβασμός]άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας»)νεοελλ.προσφώνηση τού προϊσταμένου τεκτονικής στοάςαρχ.1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο Αύγουστος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεβάσμιον ο σεβασμός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σεβάσμια και σεβάσμεια και σεβασμεῑααγώνες προς τιμήν τού αυτοκράτορα4. φρ. «σεβάσμιος ὅρκος» — όρκος που δινόταν στο όνομα τού αυτοκράτορα.επίρρ...σεβασμίως ΝΑ, και σεβάσμια Νμε σεβασμό.
Dictionary of Greek. 2013.